- όσπρος
- ὄσπρος (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἰδίως τις λέγεται, ὡς πισὸς καὶ ἐρέβινθος».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. ὄσπριον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οσπρεύω — ὀσπρεύω (Α) φυτεύω όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσπριον, μέσω ενός αμάρτυρου *ὄσπρος] … Dictionary of Greek
οσπρολέων — ὀσπρολέων και, δ. γρφ., ὀσπριολέων, ὁ (Μ) η οροβάγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσπριον / ὄσπρος + λέων] … Dictionary of Greek
ՈԼՈՌՆ — (ոլոռան կամ րան, ոլոռունք կամ րունք, ռանց կամ րանց, կամ ոլռանց.) NBH 2 0504 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 11c, 12c գ. ՈԼՈՌՆ կամ ՈԼԵՌՆ. ռմկ. ոլոռ, ոլեռ, ուլեռ. ὅχρος, ὡχρός ervilia, phaselus, cicera λαθύρος… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)